- πραΰγελως
- ιων. τ. πρηΰγελως, ὁ, ἡ, Ααυτός που γελά με πραότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος* + γέλως «γέλιο» (πρβλ. κλαυσί-γελως)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πραύγελως — πρᾱΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling adverbial πρᾱΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom pl πρᾱΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηύγελως — πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling adverbial (ionic) πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom pl (ionic) πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek
πρηΰγελως — ὁ, ἡ, Α ιων. τ. βλ. πραΰγελως … Dictionary of Greek